Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Το ελληνικό ζήτημα και οι ανησυχίες του συστήματος

(συνέχεια του άρθρου με τίτλο Να ανοίξουμε δικούς μας δρόμους)
[Και για να ‘ρθουμε στο συγκεκριμένο ελληνικό πρόβλημα που εν πολλοίς είναι και ευρωπαϊκό.]
Τους ιθύνοντες του συστήματος σαφώς και τους ανησυχεί η πιθανότητα μιας ελληνικής χρεοκοπίας. Όχι βέβαια για τις συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο για τον ελληνικό λαό αλλά για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υπόσταση του Ευρώ, τη συνοχή της ΟΝΕ και της ίδιας της ΕΕ. Άλλο τόσο και ίσως περισσότερο τους ανησυχεί η εκφρασμένη (και εκλογικά) οργή του ελληνικού λαού αλλά και οι αντιδράσεις άλλων λαών και τα προβλήματα που θέτουν. Με βάση ακριβώς αυτές τις ανησυχίες οι Ευρωπαίοι (αλλά όχι μόνο) ιμπεριαλιστές πολλαπλασιάζουν τις παρεμβάσεις, τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, τις απειλές στον ελληνικό λαό ώστε να αποδεχτεί τους όρους των «συμφωνιών» δηλαδή της εξάρτησης, της υποταγής του.

Παράλληλα ασκούνται πιέσεις στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ξεκαθαρίσει -διαβεβαιώσει τον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό και την αποδοχή των όρων του -ευρωπαϊκού- παιχνιδιού.
Από την άλλη μεριά αφήνεται να διαφανεί η πιθανότητα ορισμένων τροποποιήσεων και -εννοείται- πάντα πάνω στο έδαφος του υπάρχοντος πλαισίου. Από άποψη ουσίας, το περιεχόμενό τους συνίσταται.
Πρώτον, στο να στηριχτούν όσο γίνεται στις σημερινές συνθήκες η ελληνική κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό ώστε να είναι σε θέση να προωθήσουν αποτελεσματικά τους βασικούς στόχους του συστήματος.
Δεύτερον, η πιθανότητα άμβλυνσης ορισμένων -των οξύτερων και στην πράξη ανεφάρμοστων- ρυθμίσεων ώστε να μπορεί να εκτονωθεί στη φάση αυτή η οργή των λαϊκών μαζών. Να ελεγχθεί, να ευνουχιστεί ώστε να μπορέσει να προωθηθεί η συνολική στρατηγική του συστήματος.
Το τι σημαίνει συνεπώς η ανάληψη -ξανά- της διακυβέρνησης της χώρας από τις δυνάμεις που την κυβέρνησαν μέχρι τα σήμερα μπορούμε να το γνωρίζουμε από τα τώρα. Το τι θα σημαίνει για τις εργασιακές σχέσεις. Για την υποχρέωση του λαού να αποπληρώνει τα «δοσίματα» στους σύγχρονους φεουδάρχες. Για την παραχώρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.

Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ και τα σημεία στήριξής της
Απέναντι σ’ αυτή την πολιτική εμφανίζεται σαν υποτιθέμενη εναλλακτική λύση η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Βασικά στοιχεία αυτής της πρότασης.
Παραμονή σε Ευρώ, ΟΝΕ, ΕΕ.
Καταγγελία ή με άλλες διατυπώσεις απεμπλοκή από το Μνημόνιο.
Κατάργηση σειράς αντιλαϊκών μέτρων που υπαγορεύονται από Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση.
Επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Έλεγχος Τραπεζών, δημόσιων επιχειρήσεων.
Διεθνής αναπροσανατολισμός στην κατεύθυνση μιας πιο πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής κ.λπ.
Θα αποφύγουμε εδώ να ασχοληθούμε με το αλαλούμ των αντιφατικών και αντικρουόμενων δηλώσεων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Θα επισημάνουμε ωστόσο το εξής. Σε δηλώσεις, ομιλίες του Τσίπρα κ.ά. διακηρύσσεται στη διαπασών η κατεύθυνση αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της χώρας, απελευθέρωσης του λαού από τα δεσμά που του ‘χουν επιβάλλει ή ακόμα και ανάληψης της εξουσίας. Τώρα πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με παραμονή σε ΟΝΕ-ΕΕ, αυτό μόνο με την ιδιαίτερου τύπου λογική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξηγηθεί. Αλλά ας το προσπεράσουμε προς το παρόν. Ας σταθούμε σε ορισμένα ζητήματα πιο άμεσου ενδιαφέροντος αλλά και διαφωτιστικά ως προς το τι και πώς εννοούνται ορισμένα πράγματα.
Ιδιαίτερη σημασία θεωρούμε πως έχει, το πού θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να στηριχτεί η πολιτική που προτείνει, ποιοι οι παράγοντες που κάνουν εφικτή την προώθηση πραγματοποίησής της.
α) Στο νέο διεθνές κλίμα και με τις νέες τάσεις που (όχι μόνο κατά την άποψη του ΣΥΡΙΖΑ) διαμορφώνονται στο ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο.
β) Στον διαχωρισμό που επιχειρούν ανάμεσα σε Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση, PSI.
γ) Στην -με άγνωστο σ’ εμάς τρόπο- εδραιωμένη πεποίθησή τους, ότι οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές ούτε θέλουν ούτε «μπορούν» να αποβάλλουν την Ελλάδα από ΟΝΕ, ΕΕ και άρα θέμα επιστροφής στη δραχμή δεν υφίσταται.

Αναζητώντας «αριστερούς» δρόμους στον καπιταλιστικό «μονόδρομο»
Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα.
Όσον αφορά το πρώτο, αναφερθήκαμε ήδη αρκετά σ’ αυτό με αφορμή ανάλογες εκτιμήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και άλλων και στο γιατί τέτοιες εκτιμήσεις δεν έχουν πραγματική βάση. Εδώ θα σταθούμε σε ορισμένες εκφράσεις του ζητήματος που συνδέονται ιδιαίτερα με την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά λοιπόν την άποψη των αστικών δυνάμεων έχουμε εδώ μια «ανάγνωση» της πραγματικότητας που εναρμονίζεται με την φύση και τον χαρακτήρα τους, την ανοιχτή και δηλωμένη ένταξή τους στο καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το ζήτημα είναι ότι παρά τις πόζες «διαφορετικότητας» με παραπλήσιο τρόπο προσεγγίζουν την πραγματικότητα, δηλαδή το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα που σήμερα κυριαρχικά την καθορίζει και οι δυνάμεις που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μάλιστα αυτή η προσέγγιση που αποτελεί την βάση των θεωρητικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που καθορίζουν την πολιτική τους και σ’ όλες της τις εκφράσεις. Ας αναφερθούμε -πολύ επιγραμματικά- σε ορισμένα βασικά τους στοιχεία.
Η αντιμετώπιση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος σαν την «μοναδική» πραγματικότητα απέναντι στην οποία δεν υπάρχει για το ορατό μέλλον συνολική εναλλακτική (π.χ. σοσιαλιστική) απάντηση.
Η θεώρηση του καπιταλισμού σαν ένα σύστημα που μπορεί να εξελίσσεται, βελτιώνεται, μεταρρυθμίζεται με βάση τις δικές του εσωτερικές λειτουργίες.
Σε συνάρτηση μ’ αυτό η εκτίμηση ότι στα πλαίσια του συστήματος αναπτύσσονται δυνάμεις του συστήματος, φορείς αυτής της δυνατότητας του συστήματος να αυτομεταρρυθμίζεται.
Συνεπώς η μόνη επιλογή της Αριστεράς είναι να αναζητήσει να βρει δρόμους και απαντήσεις μέσα στα πλαίσια αυτού του καπιταλιστικού μονόδρομου.
Να κινηθεί στην κατεύθυνση ενίσχυσης των μεταρρυθμιστικών τάσεων και δυνατοτήτων του συστήματος, υποστηρίζοντας, πιέζοντας, διεκδικώντας.
Αντίστοιχα, να αναζητά, να στηρίζει και να στηρίζεται σε αστικές δυνάμεις-φορείς αυτών των μεταρρυθμιστικών τάσεων.

Μια «βολική» θεώρηση της ιστορίας
Έχουν άμεσο «σημερινό» ενδιαφέρον ορισμένες συγκεκριμένες εκφράσεις αυτής της αντίληψης.
Το γεγονός λ.χ. ότι απέδωσαν σ’ αυτή την δυνατότητα του συστήματος να αυτομεταρρυθμίζεται, τις υποχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει μεταπολεμικά (κοινωνικό κράτος κ.λπ.) μπροστά στην ορμητική ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και την πίεση που ασκούσε η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών. Στη βάση μάλιστα αυτής της λογικής εμφάνισαν το ιδεολόγημα του «νεοτερικού καπιταλισμού» σαν μορφή αυτοεξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Με ανάλογο τρόπο «ερμήνευσαν» την ανατροπή αυτής της κατάστασης, την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς. Μια εξέλιξη που υπήρξε αποτέλεσμα και έκφραση της ήττας του κινήματος και της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Σε αντίθεση με τα πραγματικά ιστορικά και πολιτικά δεδομένα προτίμησαν να την αποδίδουν (έως και σήμερα) στην επικράτηση των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών οικονομικών αντιλήψεων και την υιοθέτησή τους από τις πολιτικές ηγεσίες του συστήματος. Αυτές κατά την άποψή τους οδήγησαν στο πριόνισμα του νεοτερικού καπιταλισμού, εξέτρεψαν την «παγκοσμιοποίηση» (το άλλο ιμπεριαλιστικό θεώρημα που επίσης υιοθέτησαν) από τον «καλό» της δρόμο. Αυτό ήταν που οδήγησε σε ματοβαμένες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (που ορισμένοι τους τις βάφτισαν «ειρηνευτικές») και που έφερε την κυριαρχία των «αγορών» με τις γνωστές συνέπειες και στρεβλώσεις.
Το να ερμηνεύει κανείς τις κοσμογονικού χαρακτήρα ανατροπές στις ταξικές και διεθνείς σχέσεις και συσχετισμούς που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με ιδεολογήματα τέτοιου χαρακτήρα, δεν είναι απλά και μόνο έκφραση πολιτικής ανεπάρκειας και ελαφρότητας. 
Το να αντιμετωπίζει κανείς αυτά που υφίστανται οι λαοί σαν εκφράσεις «λαθεμένων» επιλογών και παρεκκλίσεων από μια ορθολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων, δεν είναι απλώς λάθος ή έστω έκφραση «αθώων» αυταπατών. Αποτελεί συνειδητή άρνηση της πραγματικότητας καθώς η «αναγνώρισή» της θα οδηγούσε σε κατάρρευση του οικοδομήματος ιδεολογημάτων και φαντασιώσεων που τους θρέφει. Ακόμη περισσότερο θα έθετε σε αμφισβήτηση την πολιτική τους γραμμή, θα τους έβαζε μπροστά σε απαιτήσεις που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αντιμετωπίσουν.
Κινούμενοι λοιπόν με βάση αυτές τις αντιλήψεις βλέπουν το «άλλο» και το «νέο» στην εκλογή Ολάντ. Στην υποτιθέμενη διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος από τις ΗΠΑ. Δίνουν βάρος που δεν έχουν σε εκτιμήσεις και προτάσεις διαφόρων αναλυτών. Ποντάρουν σε υποτιθέμενες νέες τάσεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη και τον κόσμο και έχουν διαφορετική κατεύθυνση και ιεραρχήσεις. Που προσανατολίζονται σε μια πολιτική ελέγχου του τραπεζοχρηματιστικού συστήματος, και στροφής στην οικονομική ανάπτυξη κ.λπ.
Το να αναζητά ωστόσο κανείς δυνάμεις αναστροφής των κατευθύνσεων του συστήματος μέσα στο ίδιο το σύστημα δεν είναι απλά και μόνο αποπροσανατολιστικό. Αποτελεί γραμμή παγίδευσης των λαϊκών μαζών σε αδιέξοδες κατευθύνσεις. Ευνουχισμού των αγωνιστικών τους διαθέσεων απογοήτευσης, αδρανοποίησής τους. Αποτροπής από το να κινηθούν στην κατεύθυνση αναζήτησης των δικών τους απαντήσεων μέσα από την πάλη και συγκρότηση των δυνάμέων τους.
Για το εφεύρημα πως άλλο πράγμα το Μνημόνιο, άλλο η δανειακή σύμβαση και άλλο το PSI θα είμαστε σύντομοι. Μπροστά σε τέτοιου είδους απόψεις περισσότερο αναρωτιόμαστε τίνι τρόπω μπορεί να οδηγείται μια πολιτική δύναμη σε τέτοιες αλχημείες. Αλλά ας είναι.
Δεν θα σταθούμε καθόλου στην νομική διάσταση του ζητήματος. ούτε μας απασχολεί ούτε μας αφορά. Αλλά έστω. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι νομικά το ζήτημα έχει όπως το θέτουν, τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Αν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν προχωρήσουν σε εκταμίευση των δόσεων του «δανείου» με ποιον «νομικό» τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα τους υποχρεώσει να το κάνουν; Θα διαμαρτυρηθεί εντόνως; Θα τους πάει στα ευρωπαϊκά (δηλαδή τα δικά τους) δικαστήρια; Θα προσφύγει στον ΟΗΕ; Σώθηκε και αυτός και η χώρα. Αλλά ας περάσουμε στο τρίτο σημείο όπου όλη αυτή η ελαφρότητα φθάνει στην μεγαλύτερη «δόξα» της.
αύριο το γ' και τελευταίο μέρος